- αντρειωμένος
- -η, -οβλ. ανδρειωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανδρειώνω — και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, όω) μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος νεοελλ. 1. ανδρειεύω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, η, ο δυνατός και γενναίος μσν. αρχ. δίνω θάρρος … Dictionary of Greek
δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… … Dictionary of Greek
θηριόψυχος — και θεριόψυχος, η, ο (Μ θηριόψυχος, ον) αυτός που έχει ψυχή θηρίου, ο άγριος και σκληρός στην ψυχή όπως το θηρίο νεοελλ. θεριόψυχος μτφ. αυτός που έχει γενναιότητα και ορμητικότητα όπως τα άγρια θηρία, γενναιόκαρδος, αντρειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αντρειεύω — είεψα, ειεύτηκα, ειωμένος, μεγαλώνω, γίνομαι παλικάρι, γίνομαι ορμητικός: Κοντά στα Χριστούγεννα το κρύο αντρείεψε. Η μτχ. αντρειωμένος στο αρσ. ως ουσ. σημαίνει το γενναίο και ρωμαλέο πολεμιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)